δηλητηριώδη φυτά

δηλητηριώδη φυτά
Όλα τα φυτά που περιέχουν ουσίες (κυρίως αλκαλοειδείς και γλυκοσίδια) βλαβερές για τον άνθρωπο και τα ζώα. Οι ουσίες αυτές αποτελούν βασικά δηλητήρια και η εμπειρική και ανεξέλεγκτη χρήση τους μπορεί να προκαλέσει δηλητηριάσεις, λιγότερο ή περισσότερο βαριές. Πολλά, όμως, από τα δ.φ. ανήκουν στα φαρμακευτικά φυτά, καθώς οι ίδιες αυτές ουσίες, σε κατάλληλες δόσεις, μπορεί να έχουν ειδικά θεραπευτικά αποτελέσματα. Πολλές κλάσεις φυτών περιέχουν φυτικά είδη αυτού του τύπου: από το εργότιο της σίκαλης (κλάβικεψ ο ερυθρός), τον μύκητα που προσβάλλει τα άνθη της σίκαλης, έως τον άνθρακα (ουστιλάγο) του αραβοσίτου και πολλές ομάδες ανωτέρων μυκήτων (αμανίτης ο φαλλοειδής, αμανίτης ο μυοκτόνος, αμανίτης ο πάνθηρ, αμανίτης ο βιρόγα, αμανίτης o βέρνα, κλιτοκόβη η ντελμπάτα λίβιντουμ, βολέτος ο σατανάς και άλλοι με μικρότερη σημασία). Ο πίνακας των δ.φ. περιλαμβάνει φυτά λιμνών, πόες, θάμνους και δέντρα, που ανήκουν στα μονοκοτυλήδονα και στα δικοτυλήδονα. Μπορεί να γίνει, μάλιστα, μια χρήσιμη διάκριση με βάση τα μέρη τους που κυρίως είναι τοξικά· πράσινα μέρη και ειδικά τα φύλλα (δατούρα η στραμώνιος, διγιτάλης, υοσκύαμος, δαφνοκέρασος, πικροδάφνη, κικούτα κλπ.)· σπόρος (στρύχνος ο εμετικός, φυσόστιγμα το τοξικό)· κονδυλώδεις ρίζες (ακόνιτο) ή υπόγειοι βλαστοί (βολβοί του Κολχικού)· καρποί, συχνά πολύ δελεαστικοί με μορφή ράγας (μπελαντόνα, στρύχνος). Η κοριαρία είναι δηλητηριώδες φυτό.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ευφορβιίδες — (euphorbiaceae). Η πιο σημαντική και πλούσια σε είδη οικογένεια φυτών της τάξης των τρικόκκων. Περιλαμβάνει ξυλώδη, δενδρώδη, αρκετά κακτόμορφα (τροπικές περιοχές) καθώς και ποώδη (κυρίως στις εύκρατες περιοχές) φυτά. Τα φύλλα τους είναι αντίθετα …   Dictionary of Greek

  • ελλέβορος — (helleborus). Γένος δικοτυλήδονων, πολυετών, ποωδών φυτών της οικογένειας των ρανουγκουλιδών. Οι ε. είναι καυστικοί και δηλητηριώδεις και ανθίζουν τον χειμώνα. Ευδοκιμούν στην Ευρώπη και στη δυτική και κεντρική Ασία. Το γένος αριθμεί περίπου οκτώ …   Dictionary of Greek

  • κικούτα — (Cicuta). Γένος ποωδών πολυετών φυτών της οικογένειας των σκιαδομόρφων (δικοτυλήδονα). Το κυριότερο είδος του είναι η κ. η τοξική, η οποία αυτοφύεται σε υγρούς τόπους της Ηπείρου. Είναι δηλητηριώδες φυτό, μοιάζει με τον μαϊντανό –με τον οποίο… …   Dictionary of Greek

  • γιακαράντα — Γένος φυτών της οικογένειας των βιγνονιιδών η οποία περιλαμβάνει πολλά γένη φυτών, που καλλιεργούνται στους κήπους για καλλωπιστικούς σκοπούς (π.χ. βιγνόνια εκκρεμόκαρπη). Το γένος περιλαμβάνει δηλητηριώδη φυτά, αλλά με μεγάλο ενδιαφέρον, γιατί… …   Dictionary of Greek

  • φυτό — Γενική ονομασία, που δίνεται στα ποώδη, θαμνώδη και δενδρώδη ζώντα είδη. Ένα φ., με την κοινή σημασία της λέξης, που δεν είναι λανθασμένη αλλά οπωσδήποτε ελλιπής, αποτελείται από 3 βασικά συστατικά στοιχεία: ρίζα, βλαστό και φύλλα, τα οποία… …   Dictionary of Greek

  • γεωργία — Τεχνική με την οποία καλλιεργούμε φυτά διατροφής και βιομηχανικά, χρήσιμα στον άνθρωπο, αλλά και ζωοτροφές για την κτηνοτροφία. Η γ. αποτελεί τμήμα της γεωπονίας, η οποία περιλαμβάνει όχι μόνο τις δραστηριότητες των γεωργών, αλλά και τις… …   Dictionary of Greek

  • Αμερική — I (America) Μία από τις πέντε ηπείρους του πλανήτη μας· γεωγραφικά χωρίζεται σε τρία τμήματα, τη Βόρεια Α., την Κεντρική Α. (μαζί με τα νησιά της Καραϊβικής θάλασσας) και τη Νότια ή Λατινική Α. Πολιτικά, τα τελευταία χρόνια έχει επικρατήσει η… …   Dictionary of Greek

  • κέδρος — Κοινή ονομασία ενός φυτικού είδους και επιστημονική ονομασία ενός γένους φυτών. 1. Φυτό της οικογένειας των κυπαρισσιδών (κωνοφόρα), που αυτοφύεται στα βουνά της Ηπείρου, της Θεσσαλίας, της Μακεδονίας, της Στερεάς Ελλάδας και της Πελοποννήσου. Η… …   Dictionary of Greek

  • κολοκυθιά — Γενική ονομασία ειδών, υποειδών και ποικιλιών του γένους κουκούρβιτα (Cucurbita) που περιλαμβάνει δικοτυλήδονα φυτά της οικογένειας των κουκουρβιτιδών. Πρόκειται για λαχανοκομικά φυτά με εδώδιμους καρπούς (κολοκύθια, κολοκυθάκια και κολοκύθες)… …   Dictionary of Greek

  • σκιαδοφόρα — (umbelliferae). Δικοτυλήδονα φυτά, κυρίως πόες και σπάνια φρύγανα. Όλα έχουν φύλλα επαλλάσσοντα, με μίσχο που διαπλατύνεται στη βάση σε κολεό. Το έλασμα, σπάνια ακέραιο, είναι σχεδόν πάντοτε σχισμένο σε παλαμοειδή ή πτεροειδή διάταξη. Τα άνθη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”